- διάλογος
- διάλογοςconversationmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάλογος — Συνομιλία, συζήτηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα. Στη λογοτεχνία, ο δ. είναι μια μορφή ποικίλου περιεχομένου, που αποσκοπεί στην αναζήτηση της αλήθειας με την παρουσίαση σκέψεων και αντιλήψεων που συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Με την… … Dictionary of Greek
διάλογος — ο συνομιλία, συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων: Ο διάλογος ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπήρξε εποικοδομητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλόγοιο — διάλογος conversation masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγοις — διάλογος conversation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγου — διάλογος conversation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγους — διάλογος conversation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγων — διάλογος conversation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλόγῳ — διάλογος conversation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογοι — διάλογος conversation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλογον — διάλογος conversation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)